Saturday, July 21, 2012

OXI

Γιατί δεν μπορώ να πω όχι ;

Πολλοί από εμάς δυσκολευόμαστε να πούμε όχι, με αποτέλεσμα να γεμίζουμε θυμό και απογοήτευση για τον εαυτό μας αλλά και για τους άλλους. Αλήθεια, γιατί συμβαίνει αυτό; Η αποφυγή του όχι φέρνει μόνο προβλήματα ή μήπως μας βολεύει κατά βάθος;
Το όχι είναι μία λέξη που οι κανόνες καλής ανατροφής μας απαγορεύουν να το λέμε συχνά! Άλλωστε όλοι θέλουμε να ανήκουμε σε ομάδες, σε κύκλους ανθρώπων και να γινόμαστε αποδεκτοί απ’ αυτούς. Το όχι θα μας διαφοροποιούσε, θα μας έβγαζε από τον κύκλο ασφάλειας και θα μας έβαζε στο επίκεντρο της προσοχής. Μπορούμε να το αντέξουμε άραγε αυτό; Αντέχουμε να γίνουμε το θέμα της συζήτησης ή μήπως προτιμάμε να ζούμε στην «σκιά»;

Άλλωστε πολλοί από εμάς νιώθουμε ότι δεν έχουμε δικαίωμα να πούμε όχι… Σκέψεις όπως «Ποιος είμαι εγώ να διαφωνήσω;», «Για να επιμένει, έχει δίκιο κι εγώ άδικο», «Τι ξέρω εγώ για το θέμα; Ας συμφωνήσω καλύτερα να μην δείξω την άγνοιά μου» είναι μόνο μερικές από τις πολλές που κυριαρχούν στο μυαλό μας. Επίσης ο φόβος μας ότι σ’ ένα δικό μας όχι, μπορεί να πληγωθεί ο άλλος, μας παραλύει. Και δεν είναι μόνο αυτό…

Αν πούμε όχι, θα πρέπει να αμυνθούμε, να δικαιολογηθούμε, να υπερασπιστούμε την θέση μας… Σε πολλούς από εμάς αυτό φέρνει δυσφορία και αποφυγές. Έτσι καταφεύγουμε σε τρικ για να βγούμε απ’ την δύσκολη θέση. Αν για παράδειγμα θέλουμε να αποφύγουμε κάποια πρόσκληση καταφεύγουμε σε ψευδείς δικαολογίες νομίζοντας ό,τι έχουμε πείσει τον φίλο μας ή την φίλη μας.

Αυτό θέλουμε απ’ την ζωή μας; Να κρυβόμαστε συνέχεια; Όλοι έχουμε δικαίωμα στο όχι… Όλοι έχουμε δικαίωμα να πούμε την γνώμη μας ακόμα κι αν αυτή μπορεί να δυσαρεστήσει κάποιους. Άλλωστε οι καλοί φίλοι δεν είναι εκείνοι που συμφωνούν με τους άλλους, αλλά εκείνοι που σέβονται τα πιστεύω των άλλων και είναι διατεθειμένοι να συζητήσουν μαζί μας. Εμείς τι επιλογές κάνουμε; Και τι φίλους θέλουμε; Μόνο αν καταλάβουμε τι πραγματικά θέλουμε και νιώσουμε αυτοπεποίθηση θα μπορέσουμε να πούμε όχι, γνωρίζοντας ότι αυτό δεν θα καταστρέψει μία σχέση, αλλά θα την δυναμώσει, γιατί ο άλλος θα μας δεχτεί για αυτό που είμαστε και όχι για την πλασματική εικόνα που του παρουσιάζουμε!

Το πείραμα του Μίλγκραμ

Το πείραμα του Μίλγκραμ είναι ένα από τα πιο γνωστά αντιδεοντολογικά πειράματα της ψυχολογίας, ουσιαστικά μια «φάρσα» που ξεγύμνωσετην ανθρώπινη ψυχή. Το 1961, ο είκοσι εφτάχρονος Στάνλει Μίλγκραμ, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο Γέιλ, αποφάσισε να μελετήσει την υπακοή στην εξουσία. Είχαν περάσει λίγα μόνο χρόνια από τα φρικτά εγκλήματα των Ναζί…

Το πείραμα του Μίλγκραμ είναι ένα από τα πιο γνωστά αντιδεοντολογικά πειράματα της ψυχολογίας, ουσιαστικά μια «φάρσα» που ξεγύμνωσε την ανθρώπινη ψυχή.

Το 1961, ο είκοσι εφτάχρονος Στάνλει Μίλγκραμ, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίαςστο Γέιλ, αποφάσισε να μελετήσει την υπακοή στην εξουσία.
Είχαν περάσει λίγα μόνο χρόνια από τα φρικτά εγκλήματα των Ναζί και γινόταν μιαπροσπάθεια κατανόησης της συμπεριφοράς των απλών στρατιωτών και αξιωματικών τωνSS, οι οποίοι είχαν εξολοθρεύσει εκατομμύρια αμάχων.
Η ευρέως αποδεκτή εξήγηση -πριν το πείραμα του Μίλγκραμ- ήταν η αυταρχική τευτονική διαπαιδαγώγηση και η καταπιεσμένη -κυρίως σεξουαλικά- παιδική ηλικίατων Γερμανών.
Όμως ο Μίλγκραμ ήταν κοινωνικός ψυχολόγος και πίστευε ότι αυτού του είδους η υπακοή -που οδηγεί στο έγκλημα- δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της προσωπικότητας, αλλά περισσότερο των πιεστικών συνθηκών.
Και το απέδειξε κάνοντας τη «φάρσα» του.
Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν εθελοντές, κυρίως φοιτητές, οι οποίοι καλούνταν έναντι αμοιβής να συμμετέχουν σε ένα ψυχολογικό πείραμα σχετικό με τη μνήμη.

Χώριζε τους φοιτητές σε ζεύγη και -μετά από μια εικονική κλήρωση- ο ένας έπαιρνε το ρόλο του «μαθητευομένου» και ο άλλος του«δασκάλου».
Ο έκπληκτος «μαθητευόμενος» δενόταν χειροπόδαρα σε μια ηλεκτρική καρέκλα και του περνούσαν ηλεκτρόδια σε όλο το σώμα. Έπειτα του έδιναν να μάθει δέκα ζεύγη λέξεων.
Ο «δάσκαλος», από την άλλη, καθόταν μπροστά σε μια κονσόλα ηλεκτρικής γεννήτριας. Μπροστά του δέκα κουμπιά με ενδείξεις: «15 βολτ, 30 βολτ, 50 βολτκλπ.» Το τελευταίο κουμπί έγραφε: «450 βολτ. Προσοχή! Κίνδυνος!»
Πίσω από το «δάσκαλο» στεκόταν ο πειραματιστής, ο υπεύθυνος του πειράματος.
(Και περνάμε σε ενεστώτα για να γίνουμε μέτοχοι της στιγμής.)
«Θα λέτε την πρώτη λέξη από τα ζεύγη στο μαθητευόμενο. Αν κάνει λάθος θα σηκώσετε το πρώτο μοχλό και θα υποστεί ένα ηλεκτροσόκ 15 βολτ. Σε κάθε λάθος θα σηκώνετε τον αμέσως επόμενο μοχλό», λέει ο πειραματιστής και ο «δάσκαλος» αισθάνεται ήδη καλά που δεν του έτυχε στην κλήρωση ο άλλος ρόλος.
Το πείραμα ξεκινάει. Ο «δάσκαλος» λέει τις λέξεις από το μικρόφωνο. Ο«μαθητευόμενος», ήδη τρομαγμένος, απαντάει σωστά, αλλά όχι για πολύ.
Μόλις κάνει το πρώτο λάθος ο «δάσκαλος» γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή.Εκείνος του λέει να προχωρήσει στο πρώτο ηλεκτροσόκ. Ο «δάσκαλος» υπακούει.
15 βολτ δεν είναι πολλά, αλλά ο «μαθητευόμενος» έχει αλλάξει ήδη γνώμη. Παρ’όλα αυτά απαντάει σωστά σε άλλη μια ερώτηση, αλλά στο επόμενο λάθος δέχεται 30βολτ.
«Αφήστε να φύγω», λέει ο «μαθητευόμενος» που δεν μπορεί να λυθεί. «Δε θέλω να συμμετάσχω σε αυτό το πείραμα.»
Ο «δάσκαλος» κοιτάει τον πειραματιστή. Εκείνος του κάνει νόημα να συνεχίσει.

Τα βολτ αυξάνονται και τώρα πια ο πόνος είναι εμφανής στο πρόσωπο του «μαθητευόμενου», που εκλιπαρεί να τον αφήσουν ελεύθερο.
Στα 200 βολτ ταρακουνιέται ολόκληρος. Ο «δάσκαλος» πριν κάθε ηλεκτροσόκ γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος, με σταθερή φωνή, του λέει ότι το πείραμα πρέπει να συνεχιστεί.
Ο «δάσκαλος» συνεχίζει να βασανίζει έναν άγνωστο, έναν απλό φοιτητή που κλαίει,ζητάει τη βοήθεια του Θεού και παρακαλεί να τον λυπηθούν. Δεν μπορεί πια να απαντήσει στις ερωτήσεις, αλλά ο πειραματιστής λέει στο «δάσκαλο»:
«Τη σιωπή την εκλαμβάνουμε ως αποτυχημένη απάντηση και συνεχίζουμε με την τιμωρία.»
Στα 345 βολτ ο «μαθητευόμενος» τραντάζεται ολόκληρος, ουρλιάζει και χάνει τις αισθήσεις του.
Ο «δάσκαλος», ιδρωμένος και με τα χέρια του να τρέμουν, κοιτάει τονπειραματιστή.
«Μην ανησυχείτε», λέει εκείνος, «το πείραμα είναι απολύτως ελεγχόμενο…Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»
«Μα είναι λιπόθυμος», λέει ο «δάσκαλος».
«Δεν έχει καμιά σημασία. Το πείραμα πρέπει να ολοκληρωθεί. Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»
Πόσοι από τους εθελοντές έφτασαν ως τον τελευταίο μοχλό;
Πριν ξεκινήσει το πείραμα του ο Μίλγκραμ είχε κάνει μια «δημοσκόπηση» ανάμεσα στους ψυχιάτρους και στους ψυχολόγους, ρωτώντας ‘τους τι ποσοστό των εθελοντών θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό.

Σχεδόν όλοι απάντησαν ότι κανείς δε θα έφτανε ωςτον τελευταίο μοχλό, πέρα ίσως από κάποια άτομα με κρυπτοσαδιστικές τάσεις,καθαρά παθολογικές.
Δυστυχώς έκαναν λάθος.
Μόλις το 5% των «δασκάλων» αρνήθηκαν εξ’ αρχής να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιοπείραμα και αποχώρησαν -συνήθως βρίζοντας τον πειραματιστή.
Το υπόλοιπο 95% προχώρησε πολύ το πείραμα, πάνω από τα 150 βολτ.
Και το 65%… Έφτασε μέχρι τον τελευταίο μοχλό, τα πιθανότατα θανατηφόρα 450βολτ!
Που έγκειται η φάρσα;
Ο «μαθητευόμενος» δεν ήταν φοιτητής, αλλά ηθοποιός, που είχε προσληφθεί από το Μίλγκραμ για αυτόν ακριβώς το «ρόλο».
Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός ούτε ηλεκτροσόκ. Ο ηθοποιός υποκρινόταν.
Το μοναδικό πειραματόζωο ήταν ο «δάσκαλος».
Όμως τα αποτελέσματα ήταν αληθινά: Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων θαυπακούσει και θα βασανίσει -ίσως και θα σκοτώσει- έναν άγνωστο του, αρκεί ναδέχεται εντολές από κάποιον με κύρος (στην προκειμένη περίπτωση επιστημονικό)και ταυτόχρονα να αισθάνεται ότι δεν τον βαρύνει η ευθύνη για ό,τι συμβεί -αφούεκείνος «απλά ακολουθούσε τις διαταγές».
Και φυσικά οι περισσότεροι από εμάς θα σκεφτούν όταν μάθουν για αυτό τοπείραμα: «Εγώ αποκλείεται να έφτανα ως τον τελευταίο μοχλό.»
Όμως δείτε τι συμβαίνει στην κοινωνία μας, κάθε μέρα.
Ο υπάλληλος της ΔΕΗ που δέχεται να κόψει το ρεύμα από έναν άνεργο ή άπορο, ξέρονταςότι έτσι τον ταπεινώνει, τον υποβάλει σε ένα διαρκές βασανιστήριο και πιθανότατα θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του, ανήκει στο 65% του τελευταίου μοχλού. Και δεν είναι καθόλου κρυπτοσαδιστής. Απλά ακολουθάει τις εντολές που του έδωσαν.

Ο υπάλληλος του σούπερ-μάρκετπου σου δίνει το χαλασμένο ψάρι και σε διαβεβαιώνει ότι είναι φρέσκο (μιλώ εξ’ιδίας πείρας, ως αγοραστής) δε σε μισεί, παρότι γνωρίζει ότι μπορεί να πάθεις και δηλητηρίαση. Απλώς ακολουθάει εντολές.
Ο αστυνομικός ο οποίος ραντίζει με χημικά τους διαδηλωτές δεν είναι κρυπτοσαδιστής -αν και πολλοί θα διαφωνήσουν στο συγκεκριμένο παράδειγμα. Απλώςκάνει τη δουλειά του.
Ο υπάλληλος της εφορίας ή της τράπεζας που υπογράφει την κατάσχεση κάποιου σπιτιού για 1.000 ευρώ χρέος, θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό στο πείραμα.Γιατί υπακούει.
Ο πολιτικός που υπογράφει το μνημόνιο το οποίο οδηγεί ένα ολόκληρο έθνος στην εξαθλίωση του νεοφιλελευθερισμού θα έφτανε μέχρι τον τελευταίο μοχλό. Και αυτός υπακούει, σε εντολές πολύ πιο ισχυρές από εκείνες του πειραματιστή με την άσπρηφόρμα.
Αν όμως δούμε το πείραμα του Μίλγκραμ από την ανθρωπιστική-ηθική του πλευρά (από την πλευρά του 5% που αρνήθηκε να υπακούσει) θα καταλάβουμε ότι κανένας δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Αν σε διατάζουν να κάνεις κάτι που προκαλεί κακό στον άλλον, στο συμπολίτη σου, σε έναν μετανάστη, σε έναν άνθρωπο (ή σε έναζώο, αλλά αυτό περιπλέκει πολύ τα πράγματα, εφόσον συνεχίζουμε να τρώμε κρέας),πρέπει να αρνηθείς να υπακούσεις. Ακόμα κι αν χάσεις το μπόνους παραγωγικότητας, την προαγωγή, την επανεκλογή, τη δουλειά σου.
Μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να αρνηθούμε να υπακούσουμε στις «μικρές» και καθημερινές εντολές βίας -με τις οποίες οι περισσότεροι ασυνείδητα συμμορφωνόμαστε, μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε μια γενικευμένη και μέχρι τέλους πολιτική, κοινωνική, καταναλωτική ανυπακοή, μόνο όταν μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ως αυτεξούσιοι άνθρωποι και όχι ως ανεύθυνοι υπάλληλοι, μόνο τότε θα μπορέσουμε να γκρεμίσουμε τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού που μας θέλει υπάνθρωπους, υπάκουους και υπόδουλους.

Και μια τελευταία παρατήρηση:
Τα υποκείμενα του πειράματος του Μίλγκραμ, οι εθελοντές φοιτητές, μάθαιναν από εκείνον ποιος ήταν ο στόχος του πειράματος. Μάθαιναν ότι ο «μαθητευόμενος» ήταν ηθοποιός και ότι δεν είχε ποτέ υποστεί ηλεκτροσόκ.
Ο Μίλγκραμ το έκανε αυτό για να τους ανακουφίσει, αλλά πέτυχε το ακριβώςαντίθετο.
Αυτοί οι άνθρωποι, ειδικά το 65% που είχε φτάσει ως τον τελευταίο μοχλό,πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους κυνηγημένοι από τις Ερινύες της πράξης τους. Γιατί συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν τόσο αθώοι και τόσο «καλοί» όσο ήθελαν να πιστεύουν για τον εαυτό τους.


Πηγη:https://athens.indymedia.org

Friday, April 18, 2008

Σάντα Κλαρίτα

Βαθιά στον ορίζοντα βουνά χιονισμένα στην κορφή τους, πεύκα πυρπολημένα, λες και μουντζώνουνε τον ουρανό, ένα μονοπάτι αργυρό να κατηφορίζει στο απέναντι ύψωμα, μια ατμόσφαιρα μουντή και μια θλίψη στην ψυχή μου, ο πίνακας της στιγμής αυτής. Η Σάντα Κλαρίτα απέναντι, σειρήνα, να με καλεί στην αγκαλιά της, και μένα η σκέψη μου ν' αρμενίζει εκεί, μακριά. Με συντροφιά τη μοναξιά, ωστόσο, τροχηλάτησα προς τα εκεί. Ο καιρός μίζερος και κακόψυχος, ζέστη και κρύο μαζί. Άνθρωποι βλοσυροί, επιτηδευμένες εκφράσεις, κακογραμμένα χείλια, μαραμένα κέρινα χαμόγελα. Ένα παράπονο κι απέραντη μοναξιά, μέσα στις ψυχές. Στα σταυροδρόμια, στοίβες οι άνθρωποι, χωρίς αυλές, χωρίς κήπους. Άνθρωποι αδιάφοροι, αστόχαστοι και ισοπεδωμένοι, χωρίς καλημέρες κι επικοινωνία μεταξύ τους. Καρτέρι στον ήλιο, παιδιά χτισμένα σε τέσσερις τοίχους ανήλιαγα, σωστές τρώγλες, αντάμα με την μοναξιά. Μοναξιά παντού, σε σημείο να έχεις την αίσθηση παντελούς αδράνειας πως τριγύρω δεν κινείται τίποτα, ούτε αέρας, ούτε θάλασσες. Τα πουλιά, σε σχήμα πτήσης, θλιβερές φιγούρες, ακίνητα, λες καρφωμένα στην πηχτή ατμόσφαιρα. Και να κυκλοφορούνε - για φαντάσου - τόσοι άνθρωποι! Τόσοι άνθρωποι και να νιώθεις μόνος!. Πώς να ζήσεις σε τέτοιον περίγυρο, χωρίς φίλους, καλημέρες κι ευγενικές διαχύσεις; Πώς να ζήσεις ασφαλής, χωρίς τη θέρμη της ανθρωπιάς και της αλληλουχίας; Πώς να ζήσεις μακρυά από τις χαμένες πατρίδες, αβοήθητος και αποξενωμένος, μέσα σε μια ανάλγητη κοινωνία, που ο καθένας αγνοεί τον διπλανό του; Η αδιαφορία παρα την προσπάθεια δεν κρύβεται, είναι έντονα ζωγραφισμένη στα πρόσωπα. Οι καθρέφτες αποκρουστικοί. Η πνευματική ζωή κι οι σχέσεις υποβαθμισμένες. Βγήκα έξω για να φύγω. Ψηλά, στο άναστρο θόλωμα τ' ουρανού, ένα φεγγάρι θλιβερό αργοκυλούσε προς τη δύση του. Η Σάντα Κλαρίτα με τον μεγάλο βουβό ποταμό στα σπλάχνα της, έσβηνε σε αργό ρυθμό, το 'να φως της μετά το άλλο κι εγώ, με τα μάτια της φαντασίας μου, την έβλεπα από μακριά που ετοιμαζότανε να κοιμηθεί μακάρια. Οι νοτισμένοι δρόμοι αδειάζανε. Που και που, κάνας αργοπορημένος, πήγαινε σπίτι του παραπαίοντας.

Μια Κυριακή ξημέρωνε, παρηγοριά οι ζωγραφιές με λόγια σε χαρτί μ' άσπρο φόντο κι ένας ήλιος ολοπόρφυρος που ακροβατούσε μέσα σε ρόδινα σύννεφα. Τα κύματα της θάλασσας θρασομανούσανε στα γύρω βράχια της ακρογιαλιάς. Μακριά στην κόχη του ορίζοντα το πλοίο του γυρισμού φάνταζε στο βάθος.